- ξετεντώνω
- μετ. ослаблять, отпускать (натянутую верёвку и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξετεντώνω — χαλαρώνω κάτι τεντωμένο, ξεσφίγγω, λασκάρω … Dictionary of Greek
ξετεντώνω — ξετέντωσα, ξετεντώθηκα, ξετεντωμένος, κάνω κάτι να μην είναι τεντωμένο, χαλαρώνω: Ξετέντωσες το σκοινί και πέσανε τα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτεντώνω — ἐκτεντώνω (Μ) χαλαρώνω, ξετεντώνω («εὐθέως ἐξετεντώσασιν κι ἔρριξαν τὲς καντοῡνες», Χρον. Moρ.) … Dictionary of Greek
εκτονώνω — και εκτονώ ( όω) (Μ ἐκτονῶ) καθιστώ κάτι χαλαρό, άτονο, χαλαρώνω, ξεσφίγγω, ξετεντώνω, ξελασκάρω … Dictionary of Greek
μποσικάρω — και μποσκάρω [μπόσικος] 1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω 2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος … Dictionary of Greek
ξεσφίγγω — χαλαρώνω κάτι σφιχτό, χαλαρώνω, λασκάρω, ξετεντώνω … Dictionary of Greek
ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
εκτονώνω — εκτόνωσα, εκτονώθηκα, εκτονωμένος, μτβ., ξετεντώνω, ξελασκάρω, χαλαρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλαρώνω — χαλάρωσα, χαλαρώθηκα, χαλαρωμένος 1. κάνω κάτι χαλαρό, λασκάρω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω. 2. μετριάζω την ένταση, εξασθενώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)